- μεταμυθεύομαι
- μεταμυθεύομαι (Α)ταυτίζομαι μυθικά με κάποιον ή με κάτι («μεταμυθεύεσθαι εἰς τὸν ἄνεμον», σχόλ. στον Διον. Περιηγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + μυθεύω, -ομαι «πλάθω μύθους, διηγούμαι μύθους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.